- ἀντιρροπή
- ἀντιρροπ-ή, ἡ,A counterpoise, Hp.Art.38,39 (v.l. -ίη, as in Gal.18 (1).481).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιρροπή — ἀντιρροπή κ. ἀντιρροπία, η (Α) [αντιρρέπω] ισορροπία, συμμετρία … Dictionary of Greek
αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… … Dictionary of Greek
ἀντιρροπαί — ἀντιρροπή counterpoise fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρροπήν — ἀντιρροπή counterpoise fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιρροπία — ἀντιρροπία, η (Α) [αντίρροπος] βλ. αντιρροπή … Dictionary of Greek
καταγένεση — η βιολ. παλίνδρομη ή ανάστροφη εξέλιξη τών ειδών αντίρροπη προς τη βαθμιαία εξέλιξη κατά την οποία όσοι χαρακτήρες αποβαίνουν άχρηστοι υποχωρούν και εκλείπουν για να αναπτυχθούν άλλοι χαρακτήρες ωφέλιμοι για το είδος σε νέες συνθήκες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek